- δουρηνεκής
- δουρ - ηνεκής (δόρυ, ἤνεγκον): a spear's throw, neut. as adv., Il. 10.357†.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
δουρηνεκές — δουρηνεκής a spear s throw off masc/fem voc sg δουρηνεκής a spear s throw off neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διηνεκής — ές (AM διηνεκής, ές) (για χρόνο) αιώνιος, ατελεύτητος, παντοτινός αρχ. 1. συνεχής, αδιάκοπος 2. «εις το διηνεκές» για πάντα 3. (το ουδ. ως επίρρ.) διηνεκώς και ποιητ. διηνεκέως συνεχώς, ασταμάτητα. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθετη λ. της αττικής διαλέκτου (ο δωρ … Dictionary of Greek